βαρύτλητος

βαρύτλητος
βαρύτλητος, -ον (Α)
1. βαριόμοιρος, δύστυχος
2. (για συμφορά) ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.)τλᾱ-, τλήναι (πρβλ. άτλητος)).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βαρυτλήτοισιν — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτλήτου — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυτλήτων — βαρύτλητος bearing heavy weight masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”